- τετραθειονικός
- -ή, -ό, Νφρ. «τετραθειονικό οξύ»χημ. ανόργανη χημική ένωση.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. tetrathionique (acide) < τετρ(α)-* + θειονικός (< θεῖον). Η λ., στον λόγιο τ. τετραθειονικόν, μαρτυρείται από το 1887 στον Αν. Κ. Χρηστομάνο].
Dictionary of Greek. 2013.